- κατευφημίζω
- κατευφημίζω (Α)(επιτ. τ. τού ευφημίζω) κατευφημώ*, εγκωμιάζω, πλέκω εγκώμια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὐφημίζω «λέγω καλά λόγια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατευφημίζουσιν — κατευφημίζω applaud pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατευφημίζω applaud pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)